- ευκατατρόχαστος
- εὐκατατρόχαστος, -ον και εὐκατάτροχος, -ον (Α)1. αυτός που λεηλατείται εύκολα, ο εκτεθειμένος σε επιθέσεις2. (για συγγραφέα) α) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να κατηγορήσειβ) αυτός που κάνει λάθη, ο αδόκιμος («ἔστι δ' ὁ Ἐρατοσθένης οὔθ᾿ οὕτως εὐκατατρόχαστος», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-τροχάζω «κατατρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.